16/09/2009
Του Μάνου Σιφονιού
Το να είσαι στο τιμόνι ενός πλεούμενου και νάχεις χαράξει πορεία στο χάρτη δεν σου εξασφαλίζει τη βεβαιότητα της ατάραχης και δεδομένης πλεύσης. Πόσο μάλλον το να είσαι στο τιμόνι μιας χώρας…
Το περιβάλλον στο οποίο θα βρεθεί ένας νέος πρωθυπουργός δεν πρόκειται να είναι ανέφελο και ειδυλλιακό. Πόσο μάλλον στις μέρες μας που η λέξη κρίση κολλάει σαν τα όστρακα στα ύφαλα του ταλαιπωρημένου πλοίου με το όνομα Ελλάδα. Κρίση στους θεσμούς, στην κοινωνία, στην οικονομία, στην παιδεία και δε συμμαζεύεται.
Αγαπητέ καπετάνιε θα σου τύχουν πυρκαγιές που θα πρέπει να σβήσεις, σκάνδαλα για να σε στριμώξουν, εθνικά θέματα για να διαχειριστείς, φουρτούνες που θα σε αναγκάσουν σε αλλαγή πλεύσης, επιδέξιους χειρισμούς και πρέπει νάχεις και ικανό και αφοσιωμένο πλήρωμα. Αντέχεις; Για κάτσε να μας πεις πριν πάρεις τη δουλειά…
Αλλά πως να στριμωχτεί ο καπετάνιος με τα μέχρι σήμερα αφυδατωμένα debates που γίνονται σε εργαστηριακές συνθήκες με τις μετρημένες ερωτήσεις που θα είχανε προετοιμάσει μαθητές για επίσκεψη σε θάλαμο επιχειρήσεων;
Ο πολίτης θέλει και πρέπει να δει τον υποψήφιο καπετάνιο σε συνθήκες τρικυμίας. Σε καθεστώς πίεσης. Είτε από τους δημοσιογράφους, που πρέπει να ξέρουν και πέντε πράγματα από ναυσιπλοΐα, είτε από τον άλλο υποψήφιο καπετάνιο που κατά τεκμήριο θα πρέπει να μπορεί να τον συναγωνιστεί σε γνώσεις, ιδέες, σχέδιο και να πει. «Όχι καπετάν Κώστα αν πάμε έτσι θα χτυπήσουμε σε ύφαλο…», «Μα τι λες καπετάν Γιώργο, αφού κοιτάς το χάρτη ανάποδα!» (λέμε τώρα).
Φυσικά ο καλύτερος debater δεν γίνεται απαραίτητα και καλύτερος πρωθυπουργός. Αλλά και γιατί όχι; Σίγουρα, μπορεί να κερδίσει πιο εύκολα τις εκλογές, μέσα από την αναγνώριση του «καλά μας τάπε», «με έπεισε» κλπ. Κι αυτό μπορεί να προσφέρει επιπλέον αυτοπεποίθηση ή και πίστωση χρόνου που είναι πάντα απαραίτητη στα πρώτα (ναυτικά) μίλια για να μην αρχίσει η μουρμούρα στην πρώτη στραβοτιμονιά. Να μου πεις άμα σούχουμε αναθέσει τον προηγούμενο ναύλο κι είμαστε όλοι με δραμαμίνες… (αλλά είπαμε – λέμε τώρα!)
Και εδώ ερχόμαστε σε ένα άλλο σημείο για να σοβαρευτούμε.
Φυσικά κανείς δε θέλει το καράβι να εξοκείλει. Εντάξει οι διαφορετικές πορείες, αλλά είναι δυνατόν οι δύο υποψήφιοι καπεταναίοι να διαφωνούν σε όλα; Δεν ξέρουν και οι δύο τα σημεία της πορείας που θα είναι κοινά; Δεν βλέπουν και οι δύο, τους σκοπέλους που θα πρέπει να αποφύγουν; Δε ξέρουν κι οι δύο ότι θα πρέπει να περάσουν υποχρεωτικά από το στενό της ύφεσης και να το πουν μαζί στους επιβάτες για να είναι προετοιμασμένοι.
Γιατί λοιπόν να μην υπάρχει και ένα co-bate! Έστω μέσα στη διάρκεια του debate να υπάρχει μια βασική ερώτηση. Που συμφωνείτε κύριοι; Είναι τα εθνικά θέματα; Και σε ποια σημεία; Είναι το περιβάλλον; Και με ποιους άξονες; Είναι η παιδεία; Και με ποιες αλλαγές; Είναι το ασφαλιστικό; Και με τι υποχρεώσεις; Ας υπάρχει επιτέλους μια δηλωμένη σύγκλιση σε βασικά θέματα που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία και όλοι διεκδικούν για λογαριασμό τους τον πατριωτισμό, το αλάθητο, την αναπτυξιακή προοπτική, τη γνώση κλπ. Ας ξοδευτεί μισή – μια ώρα του debate με αυτή την οπτική. Κι ας έχουν επεξεργαστεί τη θεματολογία τα δύο επιτελεία από πριν. Με τους όρους της πολιτικής ζωής σήμερα, ξέρω ότι αυτό είναι δύσκολο, όπως δύσκολη είναι η κοινή λογική, αλλά γιατί να μην το «απαιτήσουμε». Go, co-bate!
Και μετά ας συμφωνηθεί αυτό το θρυλικό debate να μην είναι μόνο προεκλογικό. Ας είναι και μετεκλογικό. Ας υπάρχει ένα debate τύπου λογοδοσίας, μια φορά το χρόνο ενώπιον της ελληνικής κοινωνίας και από την κυβέρνηση και από την αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτά είπαμε, αυτά κάναμε, έτσι συνεχίζουμε. Και ας υπάρχει κριτική και από την υπόλοιπη αντιπολίτευση.
Αφού η τηλεόραση είναι πια πανίσχυρη θα μπορούσε να επιμείνει αν όχι να επιβάλλει εκείνη τους όρους της. Τότε που ξεκίνησαν τα debates οι τηλεοπτικοί σταθμοί ήταν πιο αδύναμοι και αποδέχθηκαν εύκολα τις απαιτήσεις των κομμάτων. (Ότι δεν θα υπήρχε απ’ ευθείας διάλογος μεταξύ των αρχηγών, κανείς δεν θα διέκοπτε κανέναν, οι κάμερες θα έμεναν στον ομιλητή για να μην «πιάσουν» αντιδράσεις στα πρόσωπα των άλλων συμμετεχόντων, θα υπήρχε δυνατότητα βέτο για δημοσιογράφους κλπ). Με τούτα και με κείνα καταλήξαμε στους γνωστούς πληκτικούς παράλληλους μονολόγους, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι «σιχαθήκανε» τη δουλειά τους και φτάσαμε στο μη παρέκει.
Τώρα αναλωνόμαστε για το αν μας ταιριάζει το αμερικανικό ή το γαλλικό μοντέλο και φοβούμαι μήπως χάσουμε πάλι την ουσία και πάρουμε μία από τα ίδια. Φυσικά χρειάζονται να προγραμματιστούν οι αλλαγές, προφανώς χρειάζονται νέοι κανόνες και όρια –κυρίως στους χρόνους και στη δυνατότητα ανταπαντήσεων. Δύο νομίζω είναι αρκετές σε αυτή τη φάση. Χρειάζεται επίσης πιστεύω και ένας νέος συμβολικός χώρος, όχι πάλι το ραδιομέγαρο της ΕΡΤ. Θυμίζω ότι η πρώτη δημόσια αντιπαράθεση σε επίπεδο αρχηγών (Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Φλωράκης) έγινε στο αμφιθέατρο του Παντείου Πανεπιστημίου, το 1990 (λίγο πριν τις εκλογές της 8ης Απριλίου) και μάλιστα ενώπιον φοιτητών. Γιατί όχι;
Η ενηλικίωση του ελληνικού debate είναι απαραίτητη. Αλλά, δεν μπορούν να γίνουν ξαφνικά, όλα και τέλεια. Ας κάνουμε ένα μετρημένο βήμα. Γιατί αν από τις σκιαμαχίες κάνουμε ένα αλόγιστο άλμα και φτάσουμε στις κοκορομαχίες, πάλι χαμένος θα είναι ο δημόσιος διάλογος.
* Ο κ. Μάνος Σιφονιός είναι Συγγραφέας – Επικοινωνιολόγος