25/02/21
Μάνος Σιφονιός
Επικοινωνιολόγος, συγγραφέας
Η ψευδαίσθηση της ανωτερότητας και η πόλωση επιβεβαίωσης στα χρόνια του κορονοϊού.
Ο McArthur Wheeler το 1995 λήστεψε την ίδια μέρα δύο τράπεζες στο Πίτσμπουργκ χωρίς μάσκα (δεν είχαμε και κορονοϊό τότε!), ή κάποιου είδους μεταμφίεση. Στους αστυνομικούς που τον βρήκαν και τον συνέλαβαν το ίδιο κιόλας βράδυ στο σπίτι του, είπε έκπληκτος: «Μα πως, αφού είχα καλύψει το πρόσωπό μου με χυμό λεμονιού».
Ο φίλος μας δεν ήταν τρελός. Πίστευε ότι -«λογικά»- αφού ο χυμός λεμονιού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αόρατο μελάνι, θα τον «έκρυβε» και από τις κάμερες παρακολούθησης.
Αυτή η «ψευδαίσθηση της ανωτερότητας» ονομάζεται πλέον «φαινόμενο Dunning-Kruger» και περιγράφει την μεροληπτική αντίληψη που έχουμε όταν κάνουμε αυτοαξιολόγηση.
Στο πιο γνωστό πείραμα των DunningandKruger, προπτυχιακοί φοιτητές απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο που σχεδίασαν οι επιστήμονες και στη συνέχεια ζητήθηκε από τον κάθε φοιτητή να εκτιμήσει τη συνολική βαθμολογία του, καθώς και τη σχετική κατάταξή τους σε σύγκριση με τους υπόλοιπους.
Είδαν με ενδιαφέρον ότι οι φοιτητές που σημείωσαν το χαμηλότερο σκορ, αφενός υπερεκτιμούσαν τις επιδόσεις τους και αφετέρου εκτιμούσαν ότι είχαν καλύτερη απόδοση από τους άλλους. Τοποθετούσαν δηλ. τους εαυτούς τους, πολύ πιο ψηλά στην κατάταξη.
Αντίστοιχα ευρήματα για την λεγόμενη «ψευδαίσθηση ανωτερότητας» παρατηρήθηκαν και με άλλους πειραματισμούς στην αυτοαξιολόγηση των ανθρώπων, για μια πληθώρα άλλων προσωπικών ικανοτήτων που αφορούν την καθημερινή ζωή.
Πχ. Το επίπεδο των γνώσεων, τη δημοτικότητα κ.α. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό ας πούμε ότι είναι κάπως αναμενόμενο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια παλαιότερη έρευνα το 1986, είχε βρεθεί ότι το 80% των οδηγών θεωρούσαν εαυτούς καλύτερους από το Μέσο Όρο!
Είναι προφανές ότι τουλάχιστον το 30% είχε υπερεκτιμήσει τις δυνατότητές τους.
Λέω τουλάχιστον, γιατί από την άλλη πλευρά και οι πραγματικά ικανοί και έξυπνοι άνθρωποι αποτυγχάνουν να αξιολογήσουν με ακρίβεια τις ικανότητές τους.
Στην κλασική τους μελέτη, οι Dunning και Kruger διαπίστωσαν ότι και οι φοιτητές με υψηλές επιδόσεις, υποτίμησαν τη σχετική τους ικανότητα.
Κι αυτό γιατί υπέθεσαν ότι αν τα ερωτήματα ήταν εύκολα για αυτούς, τότε πρέπει να είναι εξίσου εύκολα και για τους περισσότερους.
Αυτό είναι το λεγόμενο «σύνδρομο απατεώνα» (impostersyndrome) το αντίστροφο δηλ. του φαινομένου Dunning-Kruger.
Η κρίσιμη και σημαντική διαφορά μεταξύ των μεν και των δε, είναι ότι τα ικανά άτομα μπορούν και προσαρμόζουν την αυτοαξιολόγησή τους, όταν τους δίνονται εξηγήσεις, ενώ τα ανίκανα άτομα, αδυνατούν.
Γενικώς, το πρόβλημα δεν είναι ότι όταν οι άνθρωποι καταλήγουν σε λανθασμένα συμπεράσματα ή υιοθετούν εξωλογικές ή/και χαζές πρακτικές, αλλά κυρίως όταν αρνούνται να το δεχτούν και να το συνειδητοποιήσουν.
Ακόμα χειρότερα όταν βρίσκουν «όμοιους» με τους οποίους εκτοξεύουν τις βεβαιότητές τους σε επίπεδα θρησκευτικής πίστης.
Αυτό γίνεται πλέον εύκολο με τα socialmedia όπου ομάδες ανθρώπων, οργανωμένες ή μη, ανταλλάσσουν εξωφρενικές απόψεις («δημοκρατία δεν έχουμε;» είναι το κλασσικό επιχείρημα) αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις, ατελείς θεωρίες, παράλογες ιδέες, απλοϊκά συμπεράσματα.
Τον τελευταίο καιρό έχω βρεθεί προσωπικά αντιμέτωπος με σκληροπυρηνικούς οπαδούς απόψεων όπως ότι, ο κορονοϊός δεν υπάρχει, το lockdown έγινε για να μας καταστρέψουν, οι μάσκες μας κάνουν κακό, τα εμβόλια είναι επικίνδυνα…
Με μια καλή διάθεση και όσα γνωρίζω, έχω προσπαθήσει να πείσω με επιχειρήματα, αλλά εις μάτην.
Ακόμα και κατά τεκμήριο λογικοί άνθρωποι, επικαλούνται την μία μαρτυρία κάποιου (μπορεί και καθόλου τυχαίου) επιστήμονα, έναντι των 100άδων που έχουν άλλη άποψη, προτάσσουν το μοναδικό παράδειγμα – εξαίρεση, αγνοώντας την στατιστική προσέγγιση της ιατρικής επιστήμης, όπου οι θεραπείες πάντα αποτυγχάνουν σε ένα μικρό ποσοστό και συνήθως -στην καλύτερη περίπτωση- οι συζητήσεις φθάνουν στον «ναι μεν αλλά…».
Δυστυχώς όμως για κάθε Γαλιλαίο και Ντα Βίντσι – οι οποίοι πήγαν κόντρα στις κρατούσες θέσεις- υπήρξαν χιλιάδες άλλοι των οποίων οι αιρετικές απόψεις τους, ήταν όντως φούμαρα και φυσικά δεν τους κατέγραψε η ιστορία.
Βεβαίως είναι η αμφιβολία που οδηγεί στην γνώση και η γνώση με τη σειρά της οδηγεί πάλι στην αμφιβολία και αυτό είναι το υγιές.
Όμως η ανάγκη της πρωτοπορίας και του επιστημονικού ανταγωνισμού στην εποχή μας, οδηγεί συχνά σε πρόωρες ανακοινώσεις, και δυσανάλογη προβολή απόψεων και θεωριών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο του πειραματισμού για να γίνουν θεμελιωμένη γνώση.
Όλα αυτά, μαζί με τον τρόπο που λειτουργούν τα ΜΜΕ, που αναζητούν το διαφορετικό δημιουργούν μια αντίληψη σε βάρος της πραγματικότητας.
Αυτά λίγο – πολύ πάντα ήταν έτσι, όμως πλέον χάρη στο διαδίκτυο και τα socialmedia, φτάσαμε να παραγίνουμε …ειδικοί!
Προφανώς υπάρχουν και άνθρωποι που ψάχνουν, βρίσκουν, τεκμηριώνουν, επιχειρηματολογούν σωστά, αλλά αυτό δεν τους κάνει ειδικούς…
Oι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται πόσο μπορεί να έχουν παραπλανηθεί από την ψευδαίσθηση της ανωτερότητά τους και την βεβαιότητα που αντλούν και από την κοινή αντίληψη με ομάδες αντίστοιχων παραπλανημένων, ή και χειροκροτητών – ακολούθων (followers).
Αυτό όμως μας φέρνει και στην πόλωση επιβεβαίωσης (confirmation bias). Την τάση δηλ. που έχουμε (γνωστικοί και μη!) να αναζητούμε, να ερμηνεύουμε, να επιλέγουμε ή και να ανακαλούμε πληροφορίες, απόψεις, γνώμες κλπ. οι οποίες στηρίζουν, ή επιβεβαιώνουν τις δικές μας, ήδη διαμορφωμένες πεποιθήσεις ή/και υποθέσεις.
Τη ίδια στιγμή αδιαφορούμε ή δίνουμε ελάχιστη (πολύ λιγότερη σίγουρα) σημασία σε όποια άποψη, γνώμη, πληροφορία, μας «χαλάει τη σούπα» που έχουμε στο μυαλό μας! Όταν αυτό το φαινόμενο συναντά τις ιδέες, τότε φτάνουμε στην ιδεοληψία .
Κάπως έτσι λειτουργούν τα likes στις διαδικτυακές παρέες των socialmedia. Το like είναι πιο εύκολο από το dislike!
Ο γνώστης, ή έστω ο έχων άλλη (σοβαρή) άποψη δύσκολα μπαίνει στην αντιπαράθεση για να μη χαλάσει τη …ζαχαρένια του και η βεβαιότητα των παραπλανημένων φουντώνει.
Ο Κάρολος Δαρβίνος στην «Καταγωγή των Ειδών» από το 1871 είχε γράψει: «Η άγνοια συνήθως δημιουργεί περισσότερη αυτοπεποίθηση από ότι η γνώση».
Έχω πάντως την υποψία ότι και κάποιοι άνθρωποι εγνωσμένου κύρους, τεράστιος γνώσης και εμπειρίας, ακόμη και ειδικοί επιστήμονες στον τομέα τους, ζουν συχνά στη δική τους «ψευδαίσθηση ανωτερότητας», ή μάλλον αυθεντίας και αντλώντας δύναμη από την πόλωση επιβεβαίωσης και τα χειροκροτήματα των ακολούθων τους, υιοθετούν μια αρκετά προσωπική θεώρηση των πραγμάτων, επιλέγοντας τα δεδομένα που στηρίζουν την άποψή τους και αρνούμενοι να δουν την μεγάλη εικόνα. Αυτοί θεωρητικά μπορεί κάποια στιγμή να… ανανήψουν!
Τώρα, αν μιλάτε σε ανθρώπους που η αντίδρασή τους στην αρχική ιστορία στο παρόν άρθρο είναι: «Τι; Δεν κρύβει το πρόσωπο, ο χυμός λεμονιού;», τότε μάλλον χάνεται τον χρόνο σας.
Όταν όμως μιλάμε για σοβαρά θέματα, όπως η πανδημία και οι εμβολιασμοί, κάπως πρέπει να χαλάμε τη ζαχαρένια μας.
Μάνος Σιφονιός
Συγγραφέας – Επικοινωνιολόγος