Και γενόσημα και καινοτομία!

3/12/2015

 

Πριν αρκετά χρόνια βρέθηκα στο μουσείο του Λούβρου. Στις προτεραιότητες μου ήταν η αναζήτηση της Μόνα Λίζα, αλλά η έκπληξή μου τελικά δεν ήταν ούτε η θέα του ίδιου του πίνακα, ούτε η ουρά των ανθρώπων  που περίμεναν για να τον δούνε. Λίγο δίπλα από τον πίνακα ένας ζωγράφος με τα χρώματά του, τα πινέλα του το καβαλέτο του, ζωγράφιζε την …Μόνα Λίζα. Πιστή αντιγραφή! Δεν είχε τελειώσει ακόμα τα χέρια της  και το background του πίνακα αλλά η θέα του προσώπου γεννούσε τα ίδια αισθήματα θαυμασμού με τον αυθεντικό πίνακα.  Ομοιοδραστικός όπως θα μπορούσε ίσως να πει ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης, όπως όταν κατέθετε πριν 3 χρόνια την πρότασή του για μια πιο σωστή ονομασία των αντιγράφων, ή γενοσήμων φαρμάκων που ξαφνικά τα μάθαμε όλοι. Κι ας κυκλοφορούσαν δεκαετίες…

 

Στην Ελλάδα τα γενόσημα είναι ακόμα παρεξηγημένα. Μερίδιο ευθύνης έχει και ο Ιατρικός Σύλλογος που ανέφερε (με άλλο στόχο) πως οι γιατροί δεν θα δίνουν γενόσημα στους ασθενείς τους  αν και πολύ γρήγορα το ανακάλεσε, διευκρινίζοντας ότι δεν εννοούσε τα γενόσημα από τις καλές και ελληνικές εταιρίες. Φταίει και  η πολιτεία που κάποια στιγμή είπε ότι θα δίνει γενόσημα στους μετανάστες, με ένα τρόπο που δεν τιμούσε ούτε την Πολιτεία, ούτε τα φάρμακα, ούτε τους μετανάστες. Φταίει και  …ο Βαγγέλης Βενιζέλος που κάνοντας χιούμορ απευθυνόμενος σε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, το Δεκέμβριο του 13, τον ρώτησε αν παίρνει γενόσημα! Φυσικά, φταίνε και τα ίδια τα …γενόσημα που δεν έχουν καταφέρει να αυτοπροσδιοριστούν με επιτυχία στη χώρα μας. Για αυτό και η Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία – που παράγει σχεδόν αποκλειστικά γενόσημα – πολύ σωστά διαφοροποιήθηκε και τόνισε στην επικοινωνία της ότι παράγει ελληνικά φάρμακα, δίνοντας μια διάσταση εθνική, όταν το ελληνικό είχε αρχίσει πια να αποκτάει αξία σε σχέση με το εισαγόμενο.

 

Για όσους δεν ξέρουν, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι μια παραγωγική βιομηχανία με αρκετά εργοστάσια που κάνει επενδύσεις, επεκτείνεται και ναι, εξάγει σε δεκάδες χώρες, ακόμα και στη Δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τον Καναδά. Αυτό δεν είναι προφανές για άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Απλώς στην Ελλάδα υπήρξε μια παράδοση ελληνικών οικογενειακών εταιριών, που όταν οι πολυεθνικές εγκατέλειψαν τις εργοστασιακές τους μονάδες στη χώρα μας τις δεκαετίες του 80 και του 90 – μόνο μία μας έμεινε και πάλι καλά – βρήκαν ευκαιρία και αναπτύχθηκαν ακόμα περισσότερο, οργανώθηκαν και πλέον πραγματικά μπορούν και ανταγωνίζονται και στο εξωτερικό αντίστοιχες εταιρίες. Πως τα καταφέρνουν;

 

Αρχικά μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι αυτές οι εξαγωγές είναι ένα δείγμα αξιοπιστίας, μια διαβεβαίωση ποιότητας των ελληνικών φαρμάκων. Κατά δεύτερο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και οι τιμές τους είναι ανταγωνιστικές. Κι εδώ ερχόμαστε σε ένα παραλογισμό που επικρατεί  στην Ελλάδα εδώ και χρόνια. Ενώ σε όλες τι χώρες η αναλογία μεταξύ γενοσήμων και πρωτοτύπων φαρμάκων είναι συντριπτική υπέρ των γενοσήμων, στη χώρα μας μόνο το 20% των φαρμάκων είναι γενόσημα, ενώ το υπόλοιπο 80% αφορά τα πρωτότυπα που εισάγονται. Αυτό σε κάποιο βαθμό (κάποιο!) εξισορροπείται, γιατί τα γενόσημα στην Ελλάδα είναι σχετικά ακριβά σε σχέση με άλλες χώρες και κάπου εδώ έρχεται η κάψα των θεσμών που θέλει με βίαιο τρόπο να μειώσει τις τιμές των γενοσήμων, με επίκληση τον ανταγωνισμό και δημιουργώντας εντύπωση για αυτή την επιμονή αφού αφορά το μικρότερο μέρος της φαρμακευτικής δαπάνης. Ήδη υπάρχει κραυγή αγωνίας από αρκετές πλευρές ότι αυτή η απόφαση θα κάνει ασύμφορη σε πολλές περιπτώσεις την παραγωγή πολύ χρήσιμων και φθηνών φαρμάκων. Γιατί είναι γεγονός πως οι εγχώριες βιομηχανίες παράγουν με υψηλότερο κόστος σε σχέση με τρίτες χώρες (όπου υπάρχουν χαμηλότεροι μισθοί και εισφορές, ή και χαμηλότερη φορολογία) και τα κυριότερα αφενός εδώ έχουμε μικρή αγορά και όγκο (20% όπως είπαμε) και αφετέρου, αργούν πολύ να εξοφληθούν. Ρώτησα κάποτε κάποιον γνωστό έλληνα φαρμακοβιομήχανο: «Γιατί πουλάτε το τάδε φάρμακο 4€ στην Ελλάδα και 3€ στη Γερμανία;» Μου απάντησε ότι με τα 3 € στη Γερμανία είχε μεγαλύτερο κέρδος κι αν έδινε την ίδια τιμή στην Ελλάδα θα έμπαινε μέσα. «Από τη Γερμανία ήρθαν, ελέγξανε χαρτιά και προϊόν, συμφωνήσαμε, παραγγέλνουν συγκεκριμένη ποσότητα, αποστέλλεται κοντέϊνερ με τιμολόγιο και σε 45 ημέρες έχουμε εξοφληθεί. Στην Ελλάδα η παραγγελία αποτελεί μια διαδικασία χρονοβόρα, κάθε φορά αλλάζουν τα στοιχεία, αλλάζουν τις παραγγελίες, χάνονται εργατοώρες, κόβουμε το τιμολόγιο, πληρώνουμε ΦΠΑ, περιμένουμε πότε θα πληρωθούμε, συντηρούμε κόσμο στο λογιστήριο για να ασχολείται με αυτό, περνάει ένας χρόνος, πληρώνουμε και φόρο, έχουμε πάρει δάνειο, πληρώνουμε τόκους και κάποια στιγμή, αν δεν γίνει κάποιο κούρεμα, θα πληρωθούμε».

 

Εν πρώτοις λοιπόν δεν είναι τόσο απλό να λέμε ότι θέλουμε φθηνά γενόσημα, και σε κάθε περίπτωση η μείωση των τιμών έχει πάντα ένα όριο. Αν πολλά φάρμακα στοιχίζουν λιγότερο από ένα κουτί τσίχλες(!) μάλλον θα είναι αδύνατο να παραχθούν από ελληνικά εργοστάσια. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη κι αν εισαχθούν από χώρες του τρίτου κόσμου, δε θα χρησιμοποιηθούν από το σύστημα, καθώς θα έχουμε το λεγόμενο φαινόμενο της υποκατάστασης των οικονομικών θεραπειών με ακριβότερες. Δηλαδή, οι γιατροί – δικαίως ή αδίκως – δεν εμπιστεύονται το φθηνό εισαγόμενο γενόσημο, και προτιμούν να συνταγογραφήσουν το ακριβό πρωτότυπο, αφού δεν έχουν διαθέσιμο ένα γνωστό ελληνικό φάρμακο. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Ξεκινάει από την απουσία θεσμοθέτησης εκ μέρους της πολιτείας, των κατάλληλων κινήτρων σε γιατρούς και φαρμακοποιούς για χορήγηση οικονομικότερων φαρμάκων και αυτός είναι ο λόγος που παρόλο ότι τα τελευταία χρόνια η μεσοσταθμική μείωση της τιμής των γενοσήμων ξεπέρασε το 6ο%,  ο όγκος τους αυξήθηκε ελάχιστα (από 17-18% στο 20%). Χρειάζεται λοιπόν μια προσέγγιση διαφορετική από αυτήν που επιβάλουν οι θεσμοί που θα λαμβάνει υπόψη και  τη βιωσιμότητά της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας και τη προοπτική συνεισφοράς της σε ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας.

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχνάμε τα καινοτόμα φάρμακα που πολλές φορές – για λόγους αδράνειας του συστήματος –  καθυστερούν να πάρουν τιμή και να μπουν στη φαρέτρα των γιατρών και ταυτόχρονα ακούμε πολλούς να φωνάζουν πως είναι ακριβά. Αλήθεια είναι αυτό και σε πρώτη ανάγνωση είναι και δίκαιο. Η κάθε αυθεντική – πρωτότυπη Μόνα Λίζα πρέπει πάντα να έχει  την αξία της. Κι αυτό γιατί ξοδεύτηκε μεγάλη ενέργεια, ώστε να αποτελεί  πρότυπο. Χρόνια έρευνας και επενδύσεων από δεκάδες ερευνητές – Ντα Βίντσι. Αλλά και τι σημαίνει ακριβά; Αν γλυτώνουν ζωές, προσφέρουν ποιότητα ζωής, μειώνουν ημέρες νοσηλείας στα νοσοκομεία, αντικαθιστούν χειρουργεία, μειώνουν επιμολύνσεις, φρενάρουν επιδημίες, μπορεί για το σύστημα υγείας να είναι πιο προσοδοφόρα. Χρειάζονται φυσικά οικονομοτεχνικές μελέτες, που να αναδεικνύουν την αποτελεσματικότητα  τους γιατί πολλές φορές παράγονται «ευφάνταστα» πρωτότυπα που δεν αναδεικνύουν την αξία τους. Πρόσφατα διάβασα ότι στέλεχος μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας πρότεινε πως αν η θεραπεία δεν φέρνει αποτέλεσμα να μην πληρώνεται η εταιρία. Προωθημένη σκέψη που θα πρέπει να αξιολογηθεί. Χρειάζεται λοιπόν κι εδώ  διαφορετική προσέγγιση.

 

Το σίγουρο είναι ότι χρειαζόμαστε και γενόσημα ελληνικά φάρμακα, και καινοτομία. Σε μια δυναμική ισορροπία που, και θα διατηρήσει ζωντανή και θα αναπτύσσει την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, και δεν θα στερεί από τον έλληνα ασθενή τις νέες πρωτοποριακές θεραπείες που δίνουν πραγματικό αποτέλεσμα, και δεν θα δυναμιτίζει τη φαρμακευτική δαπάνη. Αν και αυτό μοιάζει με απλό ευχολόγιο και υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν στο μεταξύ, όπως η μείωση του αριθμού των συνταγών που παραμένουν περίπου στα ίδια επίπεδα όπως και πριν την κρίση, η εκπόνηση όλων των περιβόητων συνταγογραφικών πρωτοκόλλων και άλλα, είναι σίγουρο ότι χρειάζεται μια εθνική στρατηγική για τη φαρμακευτική δαπάνη. Μια στρατηγική με χρονοδιάγραμμα που θα βλέπει τη μεγάλη εικόνα και θα λαμβάνει υπόψιν τη συνεισφορά των φαρμάκων  στο γενικό σύστημα υγείας, χωρίς απλοϊκές προσεγγίσεις (ακριβό, φτηνό, ξένο, ελληνικό) και η οποία θα σχεδιαστεί με μακροπρόθεσμο ορίζοντα από οικονομολόγους υγείας και μη, επινοώντας ακόμα και τεχνικές που θα ευνοούν σε άλλο επίπεδο την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία κι ας λένε ότι θέλουν οι «θεσμοί» που στις χώρες τους έχουν βρει τους τρόπους. Στην εξέλιξη της θα προσυπογραφεί από το μεγάλο μέρος της ιατροφαρμακευτικής κοινότητας, της εγχώριας και πολυεθνικής φαρμακοβιομηχανίας, που δείχνουν πνεύμα συνεργασίας, και τελικά θα εφαρμοστεί από την πολιτεία που θα κάνει τις απαραίτητες παρεμβάσεις. Αν δεν γίνει αυτό, οι παροικούντες την …πινακοθήκη, θα συνεχίσουν να τσακώνονται για το ποια Μόνα Λίζα είναι πιο όμορφη, εις βάρος της τέχνης …της υγείας, της κοινής λογικής και της παραπαίουσας οικονομίας.

 

Μάνος Σιφονιός

Συγγραφέας – Επικοινωνιολόγος